δακρυογονος

δακρυογονος
    δακρυογόνος
    δακρυο-γόνος
    2
    заставляющий лить слезы (эпитет Арея) Aesch.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δακρυογονος" в других словарях:

  • δακρυογόνος — ο βλ. δακρυγόνος …   Dictionary of Greek

  • δακρυογόνον — δακρυογόνος author of tears masc/fem acc sg δακρυογόνος author of tears neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυγόνος — και δακρυογόνος, ο (Α δακρυογόνος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που εκκρίνει δάκρυα («δακρυγόνοι αδένες») 2. το ουδ. ως ουσ. το δακρυγόνο ή τα δακρυγόνα αέριο το οποίο εκτοξεύεται για να προκαλέσει εκροή δακρύων και προσωρινή μείωση ή απώλεια τής όρασης… …   Dictionary of Greek

  • δακρυγόνος — δακρυγόνος, α, ο και δακρυογόνος, α, ο αυτός που βγάζει ή προκαλεί δάκρυα: Η αστυνομία, για να διαλύσει τους διαδηλωτές, χρησιμοποίησε δακρυγόνα αέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»